- πατωσιά
- η1. δάπεδο, πάτωμα2. όροφος οικοδομήματος3. η επίστρωση ενός μέρους με σανίδες4. σκαλωσιά, ικρίωμα, πρόχειρη κατασκευή από σανίδες και δοκάρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πατωσ- τού αορ. τού πατώνω + κατάλ. -ιά (πρβλ. σκαλωσ-ιά)].
Dictionary of Greek. 2013.